- λέπαδνο
- το (Α λέπαδνον και λέπαμνον)νεοελλ.δερμάτινος ιμάντας που συνάπτεται στο πίσω μέρος τής σαγής τού ίππου για να τόν εμποδίζει να λακτίζειαρχ.1. ιμάντας που συνδέει τον ζυγό με τον μασχαλιστήρα τών υποζυγίων («ἅρμασιν δ' ὕπο ζεύγνυσιν αὐτὼ καὶ λέπαδν' ἐπ' αὐχένων τίθησι», Αισχύλ.)2. μτφ. ζυγός («ἐπεὶ δ' ἀνάγκας ἔδυ λέπαδνον», Αισχύλ.)3. φρ. «λέπαδνα σιδηρᾱ» — σιδερένια καλάθια.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει πιθ. επίθημα -νον (πρβλ. οπιδ-νός, παιδ-νός). Σύμφωνα με μια άποψη, η λ. θεωρείται ότι προήλθε από το ουσ. λεπάς, -άδος «όστρακο που προσκολλάται στον βράχο, πεταλίδα», λόγω τού ότι οι ιμάντες (λέπαδνα) εφαρμόζουν στον λαιμό τών υποζυγίων όπως οι πεταλίδες στον βράχο. Ο τ. λέπαμνον με τροπή τού -δν- σε -μν- (πρβλ. Αγαμέμνων < Αγαμέδμων)].
Dictionary of Greek. 2013.